σκερτσόζικος

σκερτσόζικος
η , ο , σκερτσόζος, α, ο
1) кокетливый, игривый; 2) изящный, грациозный;

σκερτσόζικο καπέλλο — изящная шляпа;

3) ломающийся, кривляющийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκερτσόζικος" в других словарях:

  • σκερτσόζικος — η, ο, Ν [σκερτσόζος] 1. αυτός που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με φιλαρέσκεια, ναζιάρης 2. αυτός που διακρίνεται για τη χάρη τών κινήσεων, τών γραμμών ή τού περιεχομένου του, χαριτωμένος. επίρρ... σκερτσόζικα με τρόπο σκερτσόζικο …   Dictionary of Greek

  • ναζιάρικος — η, ο [Ναζιάρης] αυτός που γίνεται με νάζι, σκερτσόζικος. επίρρ... ναζιάρικα με ναζιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σκερτσόζος — α, ο, Ν σκερτσόζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso] …   Dictionary of Greek

  • σκερτσόζος — σκερτσόζος, α, ο και σκερτσόζικος, η, ο 1. χαριτωμένος: Έχει γυναίκα σκερτσόζα. 2. ναζιάρης, αυτός που κάνει σκέρτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»